ασταφίδιαστος

ασταφίδιαστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει σταφιδιάσει, δηλαδή δεν έχει ωριμάσει τόσο ώστε να ξεραθεί («τσαμπί ασταφίδιαστο», «βύσσινα ασταφίδιαστα»)
2. (για ανθρώπους) εκείνος που δεν έχει πολλές ρυτίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ασταφίδωτος — η, ο 1. ο ασταφίδιαστος 2. αυτός που δεν περιέχει σταφίδες 3. (για κρασί) εκείνο που δεν έχει αναμιχθεί με κρασί από σταφιδιασμένα τσαμπιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”